- ιψ
- ἴψ και ἶψ, γεν. ἰπός, ὁ (Α)1. σκουλήκι που καταστρέφει κέρατα και ξύλα2. σκουλήκι που καταστρέφει τα αμπέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. μεταπλασμό τής λ. ἴξ κατά τα θρίψ, κνίψ, σκνίψ, με τις οποίες ο τ. ἶξ ομοιοκαταληκτεί].
Dictionary of Greek. 2013.